λαμπροφόρος

λαμπροφόρος
α, ο [ος , ον ]
1) роскошно, нарядно одетый, одетый в белое; 2) перен. сверкающий, сияющий, лучезарный; радостный; великолепный, величественный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λαμπροφόρος" в других словарях:

  • λαμπροφόρος — α, ο (Μ λαμπροφόρος, ον) 1. αυτός που φορά λαμπρά, γιορτινά ενδύματα, λαμπροφορεμένος 2. αυτός που αναδίδει μεγαλοπρέπεια («κατὰ τὴν λαμπροφόρον ἀνάστασιν», Θεοφάν.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί μεγάλη χαρά, πολύ χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + …   Dictionary of Greek

  • LAMPROPHORI — Graeci Λαμπροφόροι, dicitiolim in Eccl. qui Baptismo initiati, per integrum septiduum caddidati incedebant, quo de rituhic non uno loco. Sed et Graecis Λαμπροφόρος ἡμέρα dies Resurrectinnis Christi, quae et nonnumquam Λαμπρ`α simpliciter, non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαμπροφορικός — ή, ό [λαμπροφόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαμπροφορία …   Dictionary of Greek

  • λαμπροφορώ — (AM λαμπροφορῶ, έω) [λαμπροφόρος] νεοελλ. μσν. φορώ λαμπρά, γιορτινά ενδύματα μσν. διακοσμώ με πολυτέλεια αρχ. 1. φορώ λευκά ρούχα 2. λάμπω («τοσοῡτον... λαμπροφορεῑ ἡ τῶν ἀγγέλων οὐσία», Αθαν.) …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՅԾԱՌԱԶԳԵԱՑ — (գեցի, ից.) NBH 2 0593 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c ա.մ. λαμπροφόρος splendidam seu candidam vestem (vel formam) gerens, candidatus. Զգեցեալն պայծառս կամ զպայծառութիւն. սպիտակազգեաց. պայծառ. եւ Ի զգեստս պայծառս. *Անդ սիւնք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՅԾԱՌԱԶԳԵՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0593 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c Տ. ՊԱՅԾԱՌԱԶԳԵԱՑ. ա.մ. λαμπροφόρος. *Վայելչացեալք եւ ʼի զարդուցն կազմուածս, եւ պայծառազգեստք ʼի փայլող զինուցն մաքրութենէ: Պայծառազգեստ սպիտակութիւն:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»